εγχαράσσω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

και εγχαράζω (AM ἐγχαράσσω)
χαράζω, κάνω εντομές πάνω σε μέταλλο ή άλλο σκληρό υλικό
νεοελλ.
κάνω να αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μου
αρχ.
εντέμνω.