εισδέχομαι
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
εἰσδέχομαι (Α)
1. επιτρέπω την είσοδο
2. υποδέχομαι
3. παραδέχομαι, παίρνω («εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα»).