Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
(AM ἐκπλέκω)1. λύνω2. ξεπλέκωαρχ.1. κατορθώνω2. αναπτύσσω.