αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)
2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].