ενδελεχής

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῡς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικόςενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.