έμφωνος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.