έμφωνος

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.