εκτελεστής

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. αυτός στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση, αυτός που εκτελεί τα παραγγελλόμενα
2. (νομ.) αυτός που ορίζεται στη διαθήκη να φροντίσει για την εκτέλεσή της.