εκπρολείπω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.