Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
ψιμυθιῶ, -όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, -όω, Α ψίμυθος / -ύθιον]
νεοελλ.
αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω
αρχ.
λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι
προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα Ετυμολογικόν).