ψωμόδουλος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ὁ,

   A a slave to morsels of food, Hsch. s.v. ἐνθεσίδουλος.

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, Bissendiener, Schmarotzer.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμόδουλος: ὁ, δοῦλος τεμαχίων τροφῆς, δοῦλος τῆς «βούκας», Ἡσύχ. ἐν λ. ἐνθεσίδουλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δούλος μιας μπουκιάς ψωμιού, ἐνθεσίδουλος, κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «μπουκιά, κομμάτι» + δοῦλος.