ψυχούλα
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
η, Ν ψυχή
(υποκορ. τ. του ψυχή)
1. μτφ. ευαίσθητη, τρυφερή ύπαρξη
2. μικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα.