ὠχραίνω

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

   A make pale or wan, Orph.A.1308:—Pass., to become so, Sor.2.45; opp. ἐρυθραίνομαι, S.E.M.7.193, cf. Max.Tyr.34.2.    II intrans., to be or become so, Nic.Th.254.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ποιῶ τι ὠχρόν, Ὀρφ. Ἀργον. 1305. -Παθ., γίνομαι ὠχρός, ἀντίθετον τῷ ἐρυθραίνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 193. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὠχρός, Νικ. Θηρ. 254.

Greek Monolingual

ὠχραίνω ΝΑ ὠχρός
1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός.