Ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → The fish stinks from the head
ἁβρόγοος, -ον (Α)αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + γόος.