θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἀγαλματουργός, ο (Α)ο αγαλματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαλμα + -ουργὸς < ἔργον.