ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α)
παθαίνω ονείρωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»].