αγγλόφιλος
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος.
ΠΑΡ. αγγλοφιλία].
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
-η, -ο
αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος.
ΠΑΡ. αγγλοφιλία].