αγελαδοτρόφος
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
ο
ο αγελαδοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + -τρόφος < τρέφω.
ΠΑΡ. αγελαδοτροφία].
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
ο
ο αγελαδοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + -τρόφος < τρέφω.
ΠΑΡ. αγελαδοτροφία].