τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
ἀγλαόκουρος, -ον (Α)λέγεται για την πόλη που έχει πολλούς και ωραίους νέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῦρος.