αγιασμός

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἁγιασμός) αγιάζω
εξαγνισμός, καθαγιασμός
(νεοελλ.-μσν.) καθαγιασμός του ύδατος με τις ευχές και ευλογίες του ιερέα
νεοελλ.
1. τελετή που γίνεται από τον ιερέα, συνήθως σε εγκαίνια
2. το ράντισμα με την αγιαστούρα
3. αγιασμένο νερό, αγίασμα
εκκλ.
1. αφιέρωση, προσφορά στον Θεό
2. ιερός τόπος, ναός.