αγνίζω
Greek Monolingual
ἁγνίζω (Α)
1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω
2. θυσιάζω
3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» — καίω τον νεκρό και τον κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς
4. κατακαίω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἁγνιστήριον, ἁγνιστής
μσν.
ἁγνιστικός.
ΣΥΝΘ. ἐξαγνίζω, καθαγνίζω, περιαγνίζω.