ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
ἀγχίπορος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει από κοντά
2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόρος.