οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
ἀγχίπορος, -ον (Α)1. αυτός που περνάει από κοντά2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + πόρος.