μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἄγχαυρος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + αὔριον.