Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγοραστός

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγοραστός, -ή, -ὸν) ἀγοράζω
αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ' έξω).