ἀγοραστός
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἀγοραστή, ἀγοραστόν, bought, paid for, PPetr.3p.243 (iii B. C.), BGU802 iv 8 (i A.D.); δούλη POxy.95.14 (i A.D.), cf. Porph.Hist.20.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. ἀγορατός CIIud.1.98* (Argos, biz.)
1 comprado σῶμα γυναικεῖον FD 6.31.4 (II a.C.), τὰς ὑπαρχούσας αὐτῇ ... ἀγοραστὰς ἐκ προκηρύξεος (l. -εως) ... ἀρούρας [τ] ρεῖς Stud.Pal.20.1.5 (I d.C.), τὴν ... ἀγοραστὴν παρὰ Θενπετεσούχου ... οἰκίαν PTeb.381.11 (II d.C.), δούλη POxy.95.14 (II d.C.), cf. 1110.13 (II d.C.), κοιμητήριον CIIud.l.c.
•subst. τὰ ἀγοραστά = compras, BGU 2355.4 (II/III d.C.).
2 comprado por el Estado, requisado ἀ. σῖτος PLille 53.8, 14 (III a.C.), cf. PHamb.113.5 (ptol.).
German (Pape)
[Seite 21] ή, όν, VLL. Erkl. zu ὤνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγοραστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὠνητός, Γλωσσ.