αδιάλυτος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάλυτος, -ον) διαλύω
ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί
νεοελλ.
1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος
2. άφθαρτος, ακατάλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαλύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαλυτότητα].