επίπηγμα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
ἐπίπηγμα, τὸ (Α)
1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι
2. στήριγμα.