επιπλουργία
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
η
επιπλοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Καμπούρογλου].