επίμεμπτος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμεπτος, -ον) επιμέμφομαι
αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή»)
αρχ.
αυτός που ψέγει, που κατηγορεί.