εξευγενισμός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ο (Α ἐξευγενισμός)
νεοελλ.
1. πνευματική και ηθική βελτίωσηεξευγενισμός τών ανθρώπων»)
2. χημ. η βελτίωση τών ιδιοτήτων ενός προϊόντος με διάφορες κατεργασίες
αρχ.
η αλλοίωση του γένους, ο εκφυλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].