έντερο

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

και άντερο, το (AM ἔντερον)
το σωληνοειδές τμήμα του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔντερα γῆς»
α) τα σκουλήκια
β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι
αρχ.
1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο
2. μήτρα, κοιλιά
3. το εσωτερικό τών καρπών
4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -tero-].