ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ἐρασίμολπος, -ον (Α)αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].