εύγραμμος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔγραμμος, -ον)
1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές
2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα
αρχ.
1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου»)
2. το αρσ. ως ουσ. εὔγραμμος
ο καλλιγράφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγραμμον
η ωραία εμφάνιση, η αρμονική γραμμή («τῶν ὀφρύων τὸ εὔγραμμον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καλλί-γραμμος].