ευδιάκριτος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, -ον)
αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός
μσν.
διακριτικός, ευγενικός
μσν.-αρχ.
αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος.
επίρρ...
ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως)
με τρόπο ώστε να διακρίνεται κάτι εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάκριτος (< διακρίνω)].