επιτέλειος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
ἐπιτέλειος, -ον (Α)
1. τέλειος («ἐπιτελείαις εὐχαῑς», Ιώσ.)
2. επιγρ. (ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτός που φέρνει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλειος (< τέλος)].