ερίολβος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
ἐρίολβος, ὁ (Μ)
ο πολύ ευτυχής («ἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»].