ερίολβος

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

ἐρίολβος, ὁ (Μ)
ο πολύ ευτυχήςἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»].