Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
ἐρίολβος, ὁ (Μ)ο πολύ ευτυχής («ἐρίολβος βασιλεύς», Μιχ. Ακομ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + όλβος «ευτυχία»].