Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
εὐάγητος, -ον (Α)
(για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» — ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II].