αδρομέρεια

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

η αδρομερής
1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές
2. ένα από τα μέρη αυτής της μη λεπτομερειακής εκθέσεως.