Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
η αδρομερής
1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές
2. ένα από τα μέρη αυτής της μη λεπτομερειακής εκθέσεως.