αεροπιάνομαι

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. προσβάλλομαι από ψυχρό ρεύμα αέρα, από το οποίο παθαίνω δυσκαμψία, «πιάνεται» κάποιο μέλος του σώματός μου
2. πιάνομαι από τον αέρα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι μη στερεό
3. στερούμαι επιχειρημάτων, δεν έχω σταθερή βάση για τα λεγόμενά μου.