αθιβολιά
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
η αθίβολος
1. το ρίξιμο του αθίβολου στη θάλασσα
2. αυτό που περιέχει ο αθίβολος, όταν ανασύρεται από τη θάλασσα.