αδελφοποιητός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
ο (Μ ἀδελφοποιητός)
ο αδελφοποιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός].