αθρήνητος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀθρήνητος, -ον) θρηνῶ
αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον θρηνήσει όσο του αξίζει.