αεροναυπηγικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.
-ή, -ό αεροναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αεροναυπηγική
2. το θηλ. ως ουσ. η αεροναυπηγική.