αιγοπίθηκος
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + πίθηκος.
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
αἰγοπίθηκος, ο (Μ)
πίθηκος που μοιάζει με κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ-γὸς + πίθηκος.