πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-η, -οαυτός που τον πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.).