ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
εὐλίβανος, -ον (Α)πλούσιος σε λιβανωτό («εὐλιβάνου Συρίης», Ορφ. ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίβανος.