εφτάχορδος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
-η, -ο
επτάχορδος, με επτά χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χορδος (< χορ-δή), πρβλ. έγ-χορδος, μονό-χορδος].
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
-η, -ο
επτάχορδος, με επτά χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χορδος (< χορ-δή), πρβλ. έγ-χορδος, μονό-χορδος].