επίσπαστος
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
Greek Monolingual
ἐπίσπαστος, -ον και -ός, -ή, -όν (Α) [[[επισπώ]])
αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.)
2. θηλειά γερά τραβηγμένη.